χρονοκρατορία

χρονοκρατορία
χρονοκρατορίᾱ , χρονοκρατορία
to be dominant for a specified period
fem nom/voc/acc dual
χρονοκρατορίᾱ , χρονοκρατορία
to be dominant for a specified period
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρονοκρατορία — ἡ, Α [χρονοκράτωρ, ορος] αστρολ. κυριαρχία κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου …   Dictionary of Greek

  • χρονοκρατορίας — χρονοκρατορίᾱς , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem acc pl χρονοκρατορίᾱς , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονοκρατορίαν — χρονοκρατορίᾱν , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικός — ή, ό / παροδικός, ή, όν, ΝΜΑ [πάροδος] περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο τού χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» άσμα που άδει πρώτο ο χορός,… …   Dictionary of Greek

  • μεταπαραδίδωμι — (Α) [παραδίδωμι] 1. παραδίδω κάτι σε κάποιον άλλο μετά από άλλον, μεταβιβάζω 2. μεταφέρω 3. αστρολ. παραδίδω ή παραχωρώ τη χρονοκρατορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”